Πολιτιστικά

Οι σφαγές του Λιτοχώρου και του Κολινδρού

Τους πρώτους μήνες του επόμενου έτους συμπληρώνονται 144 χρόνια από τις σφαγές των Οθωμανών στο Λιτόχωρο και τον Κολινδρό και τις καταστροφές των δύο κωμοπόλεων της Μακεδονίας.

      ΄Ηταν 21 Ιανουαρίου 1878 όταν ο ελληνικός στρατός, εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση του τουρκικού μετώπου στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, διέβη τα τότε ελληνοτουρκικά  σύνορα και εισέβαλε στη Θεσσαλία. ΄Όμως, την επομένη ημέρα η Ελλάδα πληροφορήθηκε ότι ήδη από τις 17 Ιανουαρίου 1878 είχε συναφθεί ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία μπορούσε πλέον απερίσπαστη ν’ αντιμετωπίσει τον αδύναμο ελληνικό στρατό. ΄Έντρομη η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε εσπευσμένα τα στρατιωτικά αποσπάσματα που είχαν εισέλθει στο οθωμανικό έδαφος και έκτοτε επέλεξε την τακτική της υπόθαλψης διαφόρων επαναστατικών κινημάτων στις οθωμανοκρατούμενες ελληνικές επαρχίες.

         Συγχρόνως, τον Ιανουάριο του 1878, συγκροτήθηκε στην Αθήνα, με πρωτεργάτη τον Στέφανο Δραγούμη, η οργάνωση «Μακεδονική Επιτροπή», με μοναδικό σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας.  Η επιτροπή επέλεξε τον ΄Όλυμπο, ως καταλληλότερη περιοχή για την κήρυξη της επανάστασης στη Μακεδονία και όρισε αρχηγό της τον 58χρονο λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη, με καταγωγή από το χωριό Δουμπιά Χαλκιδικής. Το Φεβρουάριο του 1878, επικεφαλής δύναμης 500 περίπου ανδρών, ο Δουμπιώτης αποβιβάσθηκε στην Πλάκα Λιτοχώρου,  όπου τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό οι Λιτοχωρινοί, οι οποίοι βοήθησαν τους επαναστάτες στη μεταφορά και αποθήκευση των πολεμοφοδίων τους στο Μετόχι της Μονής του Αγίου Διονυσίου, στις παρυφές του Ολύμπου. Συγχρόνως, σχηματίσθηκε στο Λιτόχωρο «Προσωρινή Κυβέρνηση της Μακεδονίας», με πρόεδρο το Λιτοχωρινό Ευάγγελο  Κοροβάγκο.

       Μετά την αποβίβασή του στην Πλάκα, ο Δουμπιώτης διέπραξε το τραγικό λάθος να εγκαταλείψει ακάλυπτο το Λιτόχωρο και να κινηθεί προς τα Πιέρια, όπου οχυρώθηκε στη μονή της Πέτρας.  Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας του, προστέθηκαν μέλιστα στους επαναστάτες και αρκετοί εντόπιοι, ανάμεσά τους και οι άτακτοι  Παναγιώτης Καλόγηρος και ΓεώργιοςΝταβέλης. ΄Όμως, την 4η Μαρτίου 1878 οι Οθωμανοί επιτέθηκαν ανενόχλητοι στο Λιτόχωρο και πυρπόλησαν 320 σπίτια του και 9 ναούς του. Ακολούθως κατέλαβαν το μετόχι της μονής Αγίου Διονυσίου, όπου βρισκόταν αποθηκευμένος ο οπλισμός των επαναστατών. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι τη νύχτα της πυρπόλησης του Λιτοχώρου, έφθασε ανυποψίαστο στην παραλία του το ελληνικό ατμόπλοιο «Βυζάντιο», που  εκφόρτωσε 2.800 όπλα και 700 κιβώτια με φυσίγγια και μπαρούτι, τα οποία είχε στείλει η «Μακεδονική Επιτροπή». ΄Όλα αυτά έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών. Συγχρόνως οι Οθωμανοί, με την απειλή ότι θα βομβάρδιζαν τη μονή του Αγίου Διονυσίου, απαίτησαν να επιστρέψουν στο Λιτόχωρο όσα από τα γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει σ’ αυτήν. Ο κίνδυνος βομβαρδισμού της μονής ανάγκασε σε επιστροφή, μέσα στο χειμώνα και υπό άθλιες καιρικές συνθήκες, τις περισσότερες Λιτοχωρινές οικογένειες. ΄Ολες τους  στοιβάχθηκαν στα λίγα σπίτια του χωριού που  δεν είχαν καεί  και ακολούθως, με οθωμανικά πλοία, μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκαν σε χάνια και αλευρομύλους, δυτικά της πύλης του Βαρδάρη, καθώς και σε άλλους χώρους περιμετρικά της πόλης, ακόμη και σε αρχοντόσπιτα της συνοικίας των Πύργων. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της αναγκαστικής μετοίκησης των Λιτοχωρινών στη Θεσσαλονίκη είναι ότι, για πρώτη φορά, το Μάρτιο του 1878, εντοπίζεται η παρουσία κατοίκων έξω από τα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης.

       Σχεδόν ταυτόχρονα με την απόβαση του Δουμπιώτη, ο οπλαρχηγός Βαγγέλης Χοστέβας,  επικεφαλής δύναμης 300 ανδρών, επιτέθηκε στον Κολινδρό και τη νύχτα της 20ης Φεβρουαρίου 1878 κατέλαβε τον τοπικό αστυνομικό σταθμό, ενώ δύο ημέρες μετά, ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, κατά κόσμον Νικόλαος Λούσης (1840 – 1882), με  καταγωγή την Στενήμαχο Φιλιππούπολης, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Εναντίον τους κινήθηκε οθωμανικός στρατός, οπότε επαναστάτες και γυναικόπαιδα εγκατέλειψαν τον Κολινδρό και μετακινήθηκαν  προς την οχυρή μονή των Αγίων Πάντων. Συγχρόνως, ο επίσκοπος Νικόλαος πυρπόλησε το πλούσιο μητροπολιτικό μέγαρο Κολινδρού για να μη πέσει στα χέρια των Τούρκων. Στο μεταξύ, στη μονή Αγίων Πάντων συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός αμάχων, με συνέπεια την εμφάνιση τρομακτικών προβλημάτων επισιτισμού, τα οποία επιτάθηκαν μετά την περικύκλωση της μονής από τους Οθωμανούς, τη 15η Μαρτίου 1878. Κατά την πολιορκία της, η μονή ήταν σχεδόν αφύλακτη, επειδή οι επαναστάτες είχαν διασκορπισθεί προς τους οικισμούς Βελβεντό και Καταφύγι για να βρουν τρόφιμα και να στρατολογήσουν εθελοντές και άφησαν στη μονή μόνο μια μικρή φρουρά 50 ανδρών. Στη μάχη που επακολούθησε, 300 περίπου οικογένειες αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ  μια άλλη  ομάδα γυναικοπαίδων, λόγω έλλειψης τροφίμων, επέστρεψε αυτοβούλως στον Κολινδρό. Υπ’  αυτές τις τραγικές συνθήκες, το σώμα των επαναστατών δεν επέστρεψε στη μονή, αλλά   υποχώρησε προς το Βελβεντό, όπου διανυκτέρευσε στην τοποθεσία «Μετόχι». Ακολούθως, οι επαναστάτες διέσχισαν τα στενά του Σαρανταπόρου και συναντήθηκαν με το σώμα του Κοσμά Δουμπιώτη, το οποίο είχε αποσυρθεί στον ΚοκκινοπλόΑπό κοινού, τα δύο σώματα κινήθηκαν προς την παραλία, όπου έδωσαν αιματηρή τετράωρη μάχη με τους Οθωμανούς στην περιοχή μεταξύ του Πλαταμώνα και εκβολών Πηνειού. Ακολούθως, οι επαναστάτες  υποχώρησαν προς τη Θεσσαλία, η οποία τότε ήταν οθωμανοκρατούμενη. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην επανάσταση του 1878 έλαβε μέρος, επικεφαλής ομάδας ανταρτών και η Σιατιστινή καπετάνισσα Περιστέρα Κράκα, την οποία οι συμπολεμιστές της αποκαλούσαν καπετάν Σπανό ή Σπανοβαγγέλη. Το κέρδος της επαναστατικής αυτής δραστηριότητας υπήρξε  η παραχώρηση στην Ελλάδα, από το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), της Θεσσαλίας, πλην των περιοχών της Ελασσόνας και της ΄Αρτας.

Πηγή: «Εκ Δυσμών – Μια διαχρονική ενατένιση της Ιστορίας της Θεσσαλονίκης και του κάμπου της».

Συγγραφέας: Θεόδωρος Γκλαβέρης

Εκδόσεις #fylatos, 2021.

*Από την έντυπη έκδοση της DELTA press

Google News icon Ακολουθήστε το DELTA PRESS στο Google News και ενημερωθείτε για όλα όσα συμβαίνουν στη Δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης.