Δρομολογείται η θεσμική τακτοποίηση μυδοκαλλιέργειας στo Θερμαϊκό
Μετά από δύο δεκαετίες προσπαθειών, αναβολών και καθυστερήσεων, το σχέδιο για τη θεσμική οργάνωση της μυδοκαλλιέργειας στην ευρύτερη περιοχή του Θερμαϊκού παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Η κατάθεση του φακέλου για τη θεσμοθέτηση της Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρίχνει φως στο τούνελ για έναν κλάδο που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της τοπικής οικονομίας και των εξαγωγών, μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ως ιστορική στιγμή.
Με την κατάθεση του φακέλου, που έγινε την Δευτέρα 3/11, ο Θερμαϊκός μπαίνει πλέον σε μια νέα εποχή, μια εποχή οργάνωσης, νομιμότητας και ανάπτυξης, που μπορεί να μετατρέψει τη μυδοκαλλιέργεια από έναν παραδοσιακό σε ένα σύγχρονο μοντέλο πράσινης παραγωγής και εξαγωγικής δυναμικής. Η ΠΟΑΥ Θερμαϊκού δεν είναι απλώς ένα θεσμικό βήμα, όπως αναφέρουν εκπρόσωποι των εμπλεκόμενων φορέων στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αλλά η απαρχή μιας νέας θαλάσσιας οικονομίας, με πυρήνα το μύδι και οδηγό τη συνεργασία.
Σε 9 έως 12 μήνες το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ΠΟΑΥ
«Μια εκκρεμότητα δεκαετιών φτάνει στο τέλος της», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δήμαρχος Δέλτα, Γερακίνα Μπισμπινά, και εμφανώς ικανοποιημένη σημειώνει: «Δεν ήταν εύκολο να συνεργαστούν όλοι οι φορείς και οι μυδοκαλλιεργητές των τριών περιοχών – Χαλάστρα, Κύμινα και Κλειδί Ημαθίας. Όμως ο κοινός στόχος μάς ένωσε σε μια γροθιά».
Όπως συμπληρώνει:«Με επιμονή και συνεννόηση φτάσαμε σε ένα αποτέλεσμα που για χρόνια φάνταζε άπιαστο. Μια εκκρεμότητα που αποτελούσε τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία των νόμιμων μονάδων επιτέλους μπαίνει στην τελική ευθεία».
Κατά την κ. Μπισμπινά, η διαδικασία έγκρισης και θεσμοθέτησης της ΠΟΑΥ δεν θα ξεπεράσει το έτος. «Πιστεύουμε ότι μέσα σε εννέα έως δώδεκα μήνες θα έχει ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία. Θα λειτουργούμε πλέον μέσα στο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος και με ξεκάθαρους κανόνες», τονίζει χαρακτηριστικά.

Μια νέα δομή θα παρακολουθεί από κοντά το «πάρκο των οστράκων»
Η θεσμοθέτηση της ΠΟΑΥ, σύμφωνα με τη δήμαρχο Δέλτα, θα αλλάξει ριζικά το τοπίο στη μυδοκαλλιέργεια του Θερμαϊκού. Όπως εξηγεί, θα υπάρχει πλέον μια νέα δομή που θα παρακολουθεί από κοντά όλες τις ενέργειες του οστρακοπαραγωγικού πάρκου. Οι υποψήφιοι μυδοκαλλιεργητές θα μοριοδοτούνται για τις νέες μονάδες, ενώ θα εκπονηθούν μελέτες για αλιευτικά καταφύγια, χώρους υγιεινής και φορτοεκφόρτωσης, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της υγιεινής των προϊόντων.
Ήδη, όπως προσθέτει, σχεδιάζονται ενέργειες για την αναγνώριση των προϊόντων ως Π.Ο.Π. και βιολογικών, κάτι που θα ενισχύσει σημαντικά την προστιθέμενη αξία τους.
«Πρόκειται για μια ορθολογική εκμετάλλευση της θαλάσσιας ζώνης, με σεβασμό στο περιβάλλον και με στόχο την ενίσχυση του εισοδήματος των παραγωγών», υπογραμμίζει η κ. Μπισμπινά.
Μεταξύ άλλων, τονίζει ότι «η ΠΟΑΥ δεν είναι απλώς ένα θεσμικό βήμα. Είναι η αρχή μιας νέας, βιώσιμης θαλάσσιας οικονομίας που συνδυάζει παραγωγή, ποιότητα και προστασία του περιβάλλοντος».
Μειώνεται η γραφειοκρατία – αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα των μυδοκαλλιεργητών
Τη θέση ότι η θεσμοθέτηση της ΠΟΑΥ θα σημάνει τέλος στη γραφειοκρατία και ώθηση στην ανάπτυξη διατυπώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος των μυδοκαλλιεργητών Κυμίνων και Ημαθίας, Κώστας Βερβίτης.
«Από την εμπειρία άλλων ΠΟΑΥ, η γραφειοκρατία μειώνεται θεαματικά. Οι διαδικασίες γίνονται γρήγορα και αποτελεσματικά. Οι νέες μονάδες θα αυξήσουν την παραγωγή και θα ενισχύσουν τη θέση μας στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Η αναβάθμιση της ποιότητας θα ανοίξει τον δρόμο και για τον χαρακτηρισμό ΠΟΠ», σημειώνει εμφατικά.
Η εικόνα του σήμερα
Η μυδοκαλλιέργεια στην ευρύτερη περιοχή του Θερμαϊκού, αποτελεί παραδοσιακό και ζωτικό κλάδο της τοπικής οικονομίας. Σύμφωνα με στοιχεία που παραχωρήθηκαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σήμερα λειτουργούν 85 πλωτές μονάδες, έκτασης περίπου 15 στρεμμάτων η καθεμία. Οι απασχολούμενοι στον κλάδο ανέρχονται σε 300 άμεσα και 700 έμμεσα, με τη μέση ηλικία των εργαζομένων να κυμαίνεται από 20 έως 75 ετών, ενώ οι γυναίκες αποτελούν το 20% του συνόλου.
Η μέση ετήσια παραγωγή διαμορφώνεται σε 9.000 τόνους, με τις εξαγωγές να αντιστοιχούν στο 90% της παραγωγής προς Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, ενώ το υπόλοιπο 10% διατίθεται στην εγχώρια αγορά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

