Του Γιώργου Αρβανιτίδη *
Η ενεργειακή πολιτική της Ν.Δ. έχει αποτύχει παταγωδώς σε επίπεδο προβλεπτικότητας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης. Οι πολίτες πληρώνουν την κρίση πολύ πιο ακριβά σε σχέση με άλλες χώρες. Αυτό που εμείς στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής προτείναμε εξ΄ αρχής ήταν ένα πλαφόν στην λιανική τιμή, όσο διαρκεί η κρίση και μια εύλογη αποζημίωση των προμηθευτών που θα πωλούσαν κάτω του κόστους. Το συνολικό κόστος αυτό θα ήταν σημαντικά μικρότερο για τον Προϋπολογισμό από ότι τώρα.
Αντιθέτως, η Κυβέρνηση επιλέγει τις επιδοτήσεις, οι οποίες στην ουσία πάνε στα ταμεία των ενεργειακών επιχειρήσεων, από όπου είχαν φύγει ως υπερκέρδη που υποτίθεται φορολογήθηκαν, αλλά με άκρως αμφισβητούμενο τρόπο και μεθόδους υπολογισμού τους. Η πολιτική αυτή εθίζει τους πολίτες σε ενεργειακά επιδόματα, αντί να τους στηρίξει να γίνουν ενεργειακά ανεξάρτητοι. Θέλει να τους κρατά ομήρους των αυξομειώσεων των τιμών και των ορέξεων των ενεργειακών επιχειρήσεων για να είναι εξαρτημένοι από τις πολιτικές αποφάσεις του κάθε Υπουργού που «κατόπιν ενεργειών» του θα δείξει μεγαθυμία με κάθε είδους…pass. Η Κυβέρνηση επιλέγει τη συγκέντρωση των ΑΠΕ στα χέρια κυρίως μεγάλων ομίλων και όχι την διάχυση της ανάπτυξής τους με συμμετοχικό και δίκαιο τρόπο, όπως είναι δικής μας επιλογή της ενεργειακής δημοκρατίας. Τη δυνατότητα δηλαδή να πάρει ο ίδιος ο πολίτης τα μέσα παραγωγής στα χέρια του. Στην κατοικία του, στην επιχείρησή του, στη γειτονιά του, στο σχολείο του και να γίνει καταναλωτής και παραγωγός μαζί και έτσι ενεργειακά αυτόνομος ώστε να μειώσει μόνιμα το ενεργειακό του κόστος. Η ενεργειακή δημοκρατία για μας, δεν μπορεί να είναι η κατά το δοκούν αυθαίρετη μοιρασιά του ηλεκτρικού χώρου στους λίγους, «ημέτερους» και εκλεκτούς, αλλά η κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και η καθιέρωση αυξημένου ποσοστού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πραγματικές ενεργειακές κοινότητες.
Δεν είναι λύση οι ιδιωτικοποιήσεις στα δίκτυα και τις ενεργειακές υποδομές της χώρας που άστοχα και βεβιασμένα προχώρησε η Κυβέρνηση. Υπάρχει σημαντικό πρόβλημα με τα δίκτυα και τις διασυνδέσεις με αποτέλεσμα ο ηλεκτρικός χώρος να μην επαρκεί για σύνδεση νέων έργων Α.Π.Ε. που παράγουν ρεύμα σε χαμηλό κόστος. Την ίδια στιγμή, πριν λίγες μέρες κατατέθηκε με μεγάλη καθυστέρηση από τον ΔΕΔΔΗΕ το Σχέδιο Ανάπτυξης του Δικτύου της περιόδου 2022-2026, το οποίο θα έπρεπε να είχε υποβληθεί βέβαια στις αρχές του 2021, και όχι αρχές του 2023. Το σχέδιο αυτό λέει ότι τα χρήματα που θα δοθούν για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων είναι λιγότερα από 200 εκατ. ευρώ το χρόνο, όταν μόνο οι επιδοτήσεις στις ενεργειακές εταιρίες για το ρεύμα, σε ένα χρόνο, έχουν ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια! Και προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Τί ρόλο επιτελεί το Fund που εισήγαγε η Κυβέρνηση ως μεγάλο ιδιώτη στρατηγικό επενδυτή στον ΔΕΔΔΗΕ; Απλώς εισπράττει;
Αλλά και τα μεγάλα δίκτυα των ηλεκτρικών διασυνδέσεων του ΑΔΜΗΕ με τις γειτονικές χώρες έχουν καθυστερήσει σημαντικά. Αν τα είχαμε αυτά και κάναμε εισαγωγές ρεύματος θα μπορούσε να μειωθεί ο μέσος όρος της τιμής στην εγχώρια αγορά. Αλλά και εδώ η Κυβέρνηση επαναπαύθηκε και δεν «έτρεξε» τα έργα με Ιταλία, Βουλγαρία κλπ. Για παράδειγμα: Υπάρχει μια γραμμή υπερυψηλής τάσης του ΑΔΜΗΕ, η οποία έχει μελετηθεί και προταθεί από το 2000 και θα έπρεπε να είναι έτοιμη εδώ και χρόνια ώστε να έχουμε μια δεύτερη σύνδεση με την Βουλγαρία (Νέα Σάντα – Μαρίτσα). Φτάσαμε όμως στο 2023 και ακόμα τρέχουμε να ολοκληρώσουμε το δικό μας τμήμα των 30 χλμ., ενώ οι Βούλγαροι που είχαν να κατασκευάσουν 130 χλμ. είναι έτοιμοι και μας περιμένουν! Για εμάς το δίλημμα στις επόμενες εκλογές αναφορικά με τα ενεργειακά ζητήματα είναι ξεκάθαρο: Καθιέρωση Ενεργειακής Δημοκρατίας ή Διαιώνιση Ενεργειακών Ανισοτήτων ; Οι πολίτες τώρα ξέρουν και θα κληθούν να αποφασίσουν σύντομα.
* Βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης – ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας